- θεόφοβος
- θεόφοβοςfearing Godmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… … Dictionary of Greek
θεοφόβως — θεόφοβος fearing God adverbial θεόφοβος fearing God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόφοβον — θεόφοβος fearing God masc/fem acc sg θεόφοβος fearing God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόβου — θεόφοβος fearing God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόβους — θεόφοβος fearing God masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόβῳ — θεόφοβος fearing God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόφοβε — θεόφοβος fearing God masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόφοβοι — θεόφοβος fearing God masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεόφοβος — η, ο [θεόφοβος] 1. αυτός που δεν φοβάται τον θεό ή τη θεία δίκη, ασεβής 2. άδικος, ασυνείδητος, φαύλος, αλιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θεόφοβος. ΠΑΡ. αθεοφοβία] … Dictionary of Greek
THEOPHOBUS — nomen proprium Viri, apud Baronium, A. C. 842. num. 4. et seqq. Ex Graeco θεοφόβος, Dei timens … Hofmann J. Lexicon universale